- ἰσοκάμπανος
- ἰσο-κάμπᾱνος, ον,A equal in weight, Sch.Od. 4.129; cf. κάμπανος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισοκάμπανος — ἰσοκάμπανος, ον (Α) ο ίσος στο βάρος με έναν καμπανόν, δηλαδή με έναν στατήρα, με ένα ορισμένο βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + καμπανός] … Dictionary of Greek
ἰσοκάμπανος — equal in weight masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)